λεπτοδείκτης

λεπτοδείκτης
ο
ο μεγαλύτερος από τους δύο δείκτες τής πλάκας τού ρολογιού, ο οποίος δείχνει τα πρώτα λεπτά τής ώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτό + δείκτης. Ο τ. μαρτυρείται από το 1891 σε τελωνειακό δασμολόγιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λεπτό — Υποδιαίρεση μονάδων μέτρησης (βλ. λ. μέτρηση και μέτρο). 1. Χρονική μονάδα ίση με το ένα εξηκοστό της ώρας. 2. Μονάδα μέτρησης γωνιών, ίση με το ένα εξηκοστό της μοίρας. 3. Νομισματική μονάδα, ίση με το ένα εκατοστό του ευρώ. * * * και λεφτό, το… …   Dictionary of Greek

  • φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες …   Dictionary of Greek

  • λεπτοδείχτης — λεπτοδείχτης, ο και λεπτοδείκτης, ο ο δείχτης του ρολογιού που δείχνει τα πρώτα λεπτά της ώρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”